- μαμμούθ
- τό1) мамонт; 2) ирон. слон (о человеке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαμμούθ — και μαμούθ, το 1. (παλαιοντ.) γένος και γενική κοινή ονομασία απολιθωμένων προβοσκιδωτών που έζησαν κατά το πλειστόκαινο σε ψυχρές περιοχές τής Ευρώπης, τής Ασίας και τής Βόρειας Αμερικής 2. καθετί που εντυπωσιάζει με το μέγεθός του. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
μαμούθ — Απολιθωμένο θηλαστικό της τάξης των προβοσκιδωτών, που έζησε κατά το πλειστόκαινο (2 εκατ. 9.000 χρόνια πριν), κατά την τελευταία εποχή των παγετώνων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Mammuthus. Το μ. συγγενεύει με τους σύγχρονους ελέφαντες, και … Dictionary of Greek
προβοσκιδωτά — Τάξη θηλαστικών, η ονομασία των οποίων προέρχεται από το ότι είναι προικισμένα με προβοσκίδα. Τα π. εμφανίστηκαν κατά το ηώκαινο στην Αφρική και διαδόθηκαν κατά το τριτογενές και τεταρτογενές σε ολόκληρο τον κόσμο, εκτός από την Αυστραλία· μερικά … Dictionary of Greek
στεγόδους — ο, Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος πρωτόγονων ελεφάντων που εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια τού ανώτερου πλειοκαίνου, έζησε στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική και θεωρείται προγονική μορφή τού μαμμούθ και τών σύγχρονων ελεφάντων. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
παγετώδης φάση — Γενικό φαινόμενο που σε παλαιότερες γεωλογικές περιόδους ευνόησε την εξάπλωση των παγετώνων σε απέραντες εκτάσεις της επιφάνειας της Γης. Το φαινόμενο αυτό, που προκάλεσε την ευρεία διάδοση των παγωμένων μαζών, όχι μόνο στα ορεινά ανάγλυφα αλλά… … Dictionary of Greek